- απορρησις
- ἀπόρρησιςἀπό-ρρησις-εως ἥ1) запрет, запрещение Plat., Dem.2) отказ, отречение Plat., Polyb., Plut.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απόρρησις — ἀπόρρησις, η (Α) [ρήσις] 1. απαγόρευση 2. άρνηση, αποποίηση, εγκατάλειψη ζητήματος 3. λύση ανακωχής 4. αποκήρυξη, αποκλήρωση 5. υποχώρηση … Dictionary of Greek
ἀπόρρησις — forbidding fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήσει — ἀπόρρησις forbidding fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀπορρήσεϊ , ἀπόρρησις forbidding fem dat sg (epic) ἀπόρρησις forbidding fem dat sg (attic ionic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. aor subj act 3rd sg (epic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήσεις — ἀπόρρησις forbidding fem nom/voc pl (attic epic) ἀπόρρησις forbidding fem nom/acc pl (attic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. aor subj act 2nd sg (epic) ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. fut ind act 2nd sg ἀ̱πορρήσεις , ἀπορρέω Cat. Cod.Astr. futperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπόρρησιν — ἀπόρρησις forbidding fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπορρήσεως — ἀπορρήσεω̆ς , ἀπόρρησις forbidding fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)